πυρογραφικός

πυρογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην πυρογραφία ή που γίνεται με πυρογραφία: Πυρογραφικό έργο τέχνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυρογραφικός — ή, ό, Ν [πυρογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρογραφία ή αυτός που γίνεται με την πυρογραφία («πυρογραφική διακόσμηση»). επίρρ... πυρογραφικώς και πυρογραφικά Ν με τη μέθοδο τής πυρογραφίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”